καθαρουργία

καθαρουργία
κᾰθᾰρουργ-ία, ,
A artistic work (the exact sense is dub.), CIG4558 ([place name] Syria).
II baking of fine bread, POxy.2128.10 (ii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καθαρουργία — καθαρουργία, ἡ (Α) [καθαρουργός] 1. καθαρή, τέλεια, καλλιτεχνική εργασία 2. παρασκευή εκλεκτού, λευκού άρτου …   Dictionary of Greek

  • καθαρουργικός — καθαρουργικός, ή, όν (Μ) [καθαρουργία] κατεργασμένος με τέλειο, καθαρό, καλλιτεχνικό τρόπο, φίνος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”